ναξιουργης

ναξιουργης
    ναξιουργής
    ναξι-ουργής
    2
    изготовленный в Наксосе, наксосской работы
    

(κάνθαρος Arph.)


Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. . 1958.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Смотреть что такое "ναξιουργης" в других словарях:

  • ναξιουργής — ναξιουργής, ές (Α) αυτός που έχει κατασκευαστεί ή έχει υποστεί κατεργασία στη Νάξο ή από Ναξιώτη. [ΕΤΥΜΟΛ. < νάξιος + ουργής (< ἔργον), πρβλ. καιν ουργής, μεγαλ ουργής] …   Dictionary of Greek

  • Ναξιουργής — of Naxian work masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξιουργεῖς — Ναξιουργής of Naxian work masc/fem acc pl Ναξιουργής of Naxian work masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ναξιουργές — Ναξιουργής of Naxian work masc/fem voc sg Ναξιουργής of Naxian work neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»